- στόμασι
- στόμαmouthneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτάστομος — ἑπτάστομος, ον (Α) 1. (για οχυρωμένες πόλεις) με επτά διόδους, επτά ανοίγματα («ἑπτάστομοι πύλαι», Ευρ.) 2. (για ποταμό) με επτά στόμια («τοῑς στόμασι τοῡ Ροδανοῡ, καὶ μάλιστα οἱ φήσαντες ἑπτάστομον αὐτόν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
προσπάσσω — και αττ. τ. προσπάττω Α 1. ραντίζω («προσέπασε τὴν χολὴν αὐτοῡ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῡ πατρὸς αὐτοῡ», ΠΔ) 2. επιπάσσω, πασπαλίζω επί πλέον («σποδὸν προσπάσσωμεν τοῑς στόμασι», Άντυλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πάσσω «πασπαλίζω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek